- ηλιοτροπισμός
- ο και ηλιοτροπία, ηη ιδιότητα τών φυτών, υπό την επίδραση τού ηλιακού φωτός, να στρέφονται προς τον ήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliotropism < helio- (πρβλ. ηλιο-*) + -tropism (πρβλ. τροπισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία από τον Π. Σ. Βαλσαμάκη].
Dictionary of Greek. 2013.